έμψηφος

έμψηφος
ἔμψηφος, -ον (Α)
ο στολισμένος ή κατασκευασμένος με ψηφίδες ή με πολύτιμους λίθους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔμψηφος — adorned with gems masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”